-
1 стенд
1. тех. η εξέδρα· - для испытаний двигателей το δοκιμαστήριο/η κλίνη των κινητήρων 2. (щит, на котором выставляются для обозрения какие-л. экспонаты) о πίνακ/ας, το πλαίσιοрекламный - διαφημιστικόςстенка το τοιχίο, το τοίχωμα- балки η ψυχή, ο κορμός σιδηροδοκούпричальная - το κρηπίδωμα, η προκυμαίαη αποβάθρα, ο προβλήτας/η προβλήταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стенд